φειδάλφιτος

φειδάλφιτος
-ίτου, ὁ, Α
1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή
2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός.
επίρρ...
φειδαλφίτως Α
1. φειδωλά
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον
ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον «ξεφλουδισμένο, χοντροκομμένο κριθάρι» (πρβλ. λευκ-άλφιτος, πολυ-άλφιτος). Η λ. απαντά στον τ. τού επιρρ. φειδαλφίτως, με βάση τον οποίο υποτίθεται η ύπαρξη τού επιθ. φειδάλφιτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φειδαλφιτώ — έω, Α [φειδάλφιτος] κάνω οικονομία στα άλφιτα («φειδαλφιτεῑν, τὸ φείδεσθαι τῶν ἀλφίτων, οἷον τροφῆς καὶ σιτίων», Φρύν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”